φητιαλεῖς

φητιαλεῖς
φητι-αλεῖς, [suff] φητι-άλιοι,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Φητιαλείς — οἱ, Α βλ. Φετιάλιοι …   Dictionary of Greek

  • Φετιάλιοι — και Φιτιάλιοι και Φιτιαλεῑς και Φητιαλεῑς, οἱ, και τ. εν. Φητιάλιος, ὁ, Α (στη Ρώμη) σώμα 20 ιερατικών αξιωματούχων που ήταν επιφορτισμένοι με τη διαχείριση διαφόρων θεμάτων διεθνών σχέσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Fetiales «ειρηνοποιοί, αυτοί που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”